- κατάδεσμα
- κατάδεσμα, -έσματος, τὸ (Α) [καταδέω (Ι)]1. το δέσιμο με μάγια2. στον πληθ. τὰ κατάδεσμαισχυροί δεσμοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάδεσμα — neut nom/voc/acc sg κατάδεσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέσματα — κατάδεσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέσμοις — κατάδεσμα neut dat pl κατάδεσμος tie masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέσμων — κατάδεσμα neut gen pl κατάδεσμος tie masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)